| Strong's Exhaustive Concordancerestore. From apo and kathistemi; to reconstitute (in health, home or organization) -- restore (again). see GREEK apo see GREEK kathistemi Forms and Transliterationsαπεκάκησεν απεκάλεσαν απεκατεσταθη ἀπεκατεστάθη απεκατεστη απεκατέστη ἀπεκατέστη απεκατέστησεν απεκατέστσε αποκαθιστά ἀποκαθιστάνει αποκαθιστανεις αποκαθιστάνεις ἀποκαθιστάνεις αποκαθίστησιν αποκαθιστών αποκαθίστων αποκατασταθήναι αποκατασταθήσεσθε αποκατασταθήσεται αποκατασταθήσονται αποκατασταθω αποκατασταθώ ἀποκατασταθῶ αποκαταστή αποκατάστηθι αποκαταστήσατε αποκαταστησει αποκαταστήσει ἀποκαταστήσει αποκατάστησον αποκαταστήσουσιν αποκαταστήσω αποκαταστήτω αποκατεστάθη αποκατέστη αποκατέστησε αποκατιστανει ἀποκατιστάνει apekatestathe apekatestathē apekatestáthe apekatestáthē apekateste apekatestē apekatéste apekatéstē apokatastatho apokatastathô apokatastathō apokatastathō̂ apokatastesei apokatastēsei apokatastḗsei apokathistanei apokathistánei apokathistaneis apokathistáneis LinksInterlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts | 



